sourdingue
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sourdingue | sourdingues |
sourdingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sourdingue | sourdingues |
sourdingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Χρησιμοποιείται υβριστικά: βλέπε κουφάλα.