Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωφαλαλία οι κωφαλαλίες
      γενική της κωφαλαλίας των κωφαλαλιών
    αιτιατική την κωφαλαλία τις κωφαλαλίες
     κλητική κωφαλαλία κωφαλαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωφαλαλία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωφαλαλία θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί ούτε να ακούσει ούτε να μιλήσει


Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία