πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωφάλαλος οι κωφάλαλοι
      γενική του κωφάλαλου
& κωφαλάλου
των κωφάλαλων
& κωφαλάλων
    αιτιατική τον κωφάλαλο τους κωφάλαλους
& κωφαλάλους
     κλητική κωφάλαλε κωφάλαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κωφάλαλος < κωφ(ός) + άλαλος (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sourd-muet[1]

κωφάλαλος

  • που δεν μπορεί να ακούσει, με συνέπεια την απώλεια ικανότητας ομιλίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κωφάλαλος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου κωφάλαλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωφάλαλος αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία