κωφάλαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κωφάλαλος | οι | κωφάλαλοι |
γενική | του | κωφάλαλου & κωφαλάλου |
των | κωφάλαλων & κωφαλάλων |
αιτιατική | τον | κωφάλαλο | τους | κωφάλαλους & κωφαλάλους |
κλητική | κωφάλαλε | κωφάλαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈfa.la.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐φά‐λα‐λος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- κωφάλαλος < κωφ(ός) + άλαλος (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sourd-muet[1]
Επίθετο
επεξεργασίακωφάλαλος
- που δεν μπορεί να ακούσει, με συνέπεια την απώλεια ικανότητας ομιλίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- κωφάλαλος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου κωφάλαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωφάλαλος αρσενικό
- ο άντρας ή τ' αγόρι που είτε γεννήθηκε κουφό είτε προσβλήθηκε από την κώφωση πριν συμπληρώσει τον 1ο χρόνο του που ακόμα δεν έχει καλλιεργηθεί ο έναρθρος λόγος.
- ⮡ Σχολή Κωφαλάλων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κωφάλαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας