Δείτε επίσης: κωφότητα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κώφωση οι κωφώσεις
      γενική της κώφωσης* των κωφώσεων
    αιτιατική την κώφωση τις κωφώσεις
     κλητική κώφωση κωφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κώφωση < αρχαία ελληνική κώφωσις < κωφόω < κωφός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κώφωση θηλυκό

  1. (ιατρική) το να μην ακούει κάποιος, η ιδιότητα του κωφού· το να είναι ή να γίνεται κάποιος κωφός
  2. (γλωσσολογία) η μετατροπή ενός ανοιχτού φωνήεντος σε κλειστό
    ⮡  στις βόρειες διαλέκτους παρουσιάζεται το φαινόμενο της κώφωσης· έτσι το ε προφέρεται ι και το ο προφέρεται ου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία