κώφωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κώφωση | οι | κωφώσεις |
γενική | της | κώφωσης* | των | κωφώσεων |
αιτιατική | την | κώφωση | τις | κωφώσεις |
κλητική | κώφωση | κωφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κώφωση < αρχαία ελληνική κώφωσις < κωφόω < κωφός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακώφωση θηλυκό
- (ιατρική) το να μην ακούει κάποιος, η ιδιότητα του κωφού· το να είναι ή να γίνεται κάποιος κωφός
- (γλωσσολογία) η μετατροπή ενός ανοιχτού φωνήεντος σε κλειστό
- ⮡ στις βόρειες διαλέκτους παρουσιάζεται το φαινόμενο της κώφωσης· έτσι το ε προφέρεται ι και το ο προφέρεται ου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κουφός