• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κωφός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωφός η κωφή το κωφό
      γενική του κωφού της κωφής του κωφού
    αιτιατική τον κωφό την κωφή το κωφό
     κλητική κωφέ κωφή κωφό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωφοί οι κωφές τα κωφά
      γενική των κωφών των κωφών των κωφών
    αιτιατική τους κωφούς τις κωφές τα κωφά
     κλητική κωφοί κωφές κωφά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κωφός < αρχαία ελληνική κωφός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

κωφός -ή -ό

  • → δείτε τη λέξη κουφός.


ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • κωφάλαλος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κωφός
  • αγγλικά : deaf (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κωφός&oldid=5486548"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 13:56

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • ქართული
    • Polski
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 13:56.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie