↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κωφωσι-, κωφωσε-
ονομαστική κώφωσῐς αἱ κωφώσεις
      γενική τῆς κωφώσεως τῶν κωφώσεων
      δοτική τῇ κωφώσει ταῖς κωφώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κώφωσῐν τὰς κωφώσεις
     κλητική ! κώφωσῐ κωφώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωφώσει
γεν-δοτ τοῖν  κωφωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κώφωσις < κωφόω / κωφῶ κυφω- + -σις < κωφός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κώφωσις, -εως θηλυκό