Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετατροπή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μετατροπ
ή
οι
μετατροπ
ές
γενική
της
μετατροπ
ής
των
μετατροπ
ών
αιτιατική
τη
μετατροπ
ή
τις
μετατροπ
ές
κλητική
μετατροπ
ή
μετατροπ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετατροπή
<
αρχαία ελληνική
μετατροπή
<
μετατρέπω
<
μετά
+
τρέπω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
terkʷ
- (
γυρίζω
,
στρέφω
) (
σημασιολογικό δάνειο
από
τη γαλλική
conversion
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετατροπή
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
μετατρέπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετατροπή
αγγλικά
:
modification
(en)
,
conversion
(en)
γαλλικά
:
transformation
(fr)
,
conversion
(fr)