μετατροπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετατροπή < αρχαία ελληνική μετατροπή < μετατρέπω < μετά + τρέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terkʷ- (γυρίζω, στρέφω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conversion)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετατροπή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετατρέπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετατροπή