τρέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρέπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾe.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρέ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίατρέπω
- (μεταβατικό) στρέφω, γυρίζω προς, διευθύνω προς
- (μεταβατικό) μετατρέπω, αλλάζω
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρέπω (κάποιον) σε φυγή: αναγκάζω έναν αντίπαλο να υποχωρήσει τρέχοντας, κατανικώ
Σύνθετα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
τρεπ- τροπ- τραπ-
τρεπ- τροπ- τραπ-
τρεπ- & δείτε τα συγγενικά τους
τροπ-
- → δείτε τη λέξη τρόπος
τραπ-
διαφορετικού ετύμου
- ατραπός
- (αρχαία ελληνική) τραπέω
- σατράπης (περσικής προέλευσης)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρέπω | έτρεπα | θα τρέπω | να τρέπω | τρέποντας | |
β' ενικ. | τρέπεις | έτρεπες | θα τρέπεις | να τρέπεις | τρέπε | |
γ' ενικ. | τρέπει | έτρεπε | θα τρέπει | να τρέπει | ||
α' πληθ. | τρέπουμε | τρέπαμε | θα τρέπουμε | να τρέπουμε | ||
β' πληθ. | τρέπετε | τρέπατε | θα τρέπετε | να τρέπετε | τρέπετε | |
γ' πληθ. | τρέπουν(ε) | έτρεπαν τρέπαν(ε) |
θα τρέπουν(ε) | να τρέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έτρεψα | θα τρέψω | να τρέψω | τρέψει | ||
β' ενικ. | έτρεψες | θα τρέψεις | να τρέψεις | τρέψε | ||
γ' ενικ. | έτρεψε | θα τρέψει | να τρέψει | |||
α' πληθ. | τρέψαμε | θα τρέψουμε | να τρέψουμε | |||
β' πληθ. | τρέψατε | θα τρέψετε | να τρέψετε | τρέψτε | ||
γ' πληθ. | έτρεψαν τρέψαν(ε) |
θα τρέψουν(ε) | να τρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρέψει | είχα τρέψει | θα έχω τρέψει | να έχω τρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις τρέψει | είχες τρέψει | θα έχεις τρέψει | να έχεις τρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει τρέψει | είχε τρέψει | θα έχει τρέψει | να έχει τρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρέψει | είχαμε τρέψει | θα έχουμε τρέψει | να έχουμε τρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε τρέψει | είχατε τρέψει | θα έχετε τρέψει | να έχετε τρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρέψει | είχαν τρέψει | θα έχουν τρέψει | να έχουν τρέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρέπομαι | τρεπόμουν(α) | θα τρέπομαι | να τρέπομαι | ||
β' ενικ. | τρέπεσαι | τρεπόσουν(α) | θα τρέπεσαι | να τρέπεσαι | τρέπου | |
γ' ενικ. | τρέπεται | τρεπόταν(ε) | θα τρέπεται | να τρέπεται | ||
α' πληθ. | τρεπόμαστε | τρεπόμαστε τρεπόμασταν |
θα τρεπόμαστε | να τρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | τρέπεστε | τρεπόσαστε τρεπόσασταν |
θα τρέπεστε | να τρέπεστε | τρέπεστε | |
γ' πληθ. | τρέπονται | τρέπονταν τρεπόντουσαν |
θα τρέπονται | να τρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τράπηκα | θα τραπώ | να τραπώ | τραπεί | ||
β' ενικ. | τράπηκες | θα τραπείς | να τραπείς | τρέψου | ||
γ' ενικ. | τράπηκε | θα τραπεί | να τραπεί | |||
α' πληθ. | τραπήκαμε | θα τραπούμε | να τραπούμε | |||
β' πληθ. | τραπήκατε | θα τραπείτε | να τραπείτε | τραπείτε | ||
γ' πληθ. | τράπηκαν τραπήκαν(ε) |
θα τραπούν(ε) | να τραπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τραπεί | είχα τραπεί | θα έχω τραπεί | να έχω τραπεί | ||
β' ενικ. | έχεις τραπεί | είχες τραπεί | θα έχεις τραπεί | να έχεις τραπεί | ||
γ' ενικ. | έχει τραπεί | είχε τραπεί | θα έχει τραπεί | να έχει τραπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τραπεί | είχαμε τραπεί | θα έχουμε τραπεί | να έχουμε τραπεί | ||
β' πληθ. | έχετε τραπεί | είχατε τραπεί | θα έχετε τραπεί | να έχετε τραπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τραπεί | είχαν τραπεί | θα έχουν τραπεί | να έχουν τραπεί |
- λόγιες μετοχές (αρχαία ελληνικά) - παθητική φωνή
- μετοχή παθητικού ενεστώτα: τρεπόμενος
- μετοχή παθητικού αορίστου: τραπείς-τραπείσα-τραπέν (εκείνος που είχε τραπεί, που ετράπη, που τράπηκε)
- σύνθετο της μετοχής παθητικού παρακειμένου: επιτετραμμένος του επιτρέπομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τρέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρέπω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | τρέπω | τρέπομαι |
Παρατατικός | ἔτρεπον | ἐτρεπόμην |
Μέλλοντας | τρέψω | τρέψομαι, τραπήσομαι |
Αόριστος | ἔτρεψα | ἐτρεψάμην, ἐτραπόμην, ἐτρέφθην, ἐτράπην |
Παρακείμενος | τέτροφα, ελληνιστική τέτρᾰφα | τέτραμμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐτετράμμην | |
Συντελ.Μέλλ. | τετράψομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρέπω < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < κληρονομημένο από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *trep- (γυρίζω, στρέφω) Δείτε και *terkʷ-
- Θέματα: ισχυρό θέμα τρεπ- και κατά μετάπτωση τραπ- (όπως εὐτράπελος), καθ' ετεροίωση τροπ- (όπως τρόπος)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίατρέπω
- στρέφω ή κατευθύνω προς κάτι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 44
- Τοὺς μὲν γὰρ ὑποδεέστερον πράττοντας ἐπὶ τὰς γεωργίας καὶ τὰς ἐμπορίας ἔτρεπον, εἰδότες τὰς ἀπορίας μὲν διὰ τὰς ἀργίας γιγνομένας, τὰς δὲ κακουργίας διὰ τὰς ἀπορίας·
- Έτσι, όσους είχαν κάπως μικρή περιουσία τους έστρεφαν στη γεωργία και στο εμπόριο, επειδή γνώριζαν ότι η φτώχεια προέρχεται από την ανεργία και οι κακές πράξεις από τη φτώχεια.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Τοὺς μὲν γὰρ ὑποδεέστερον πράττοντας ἐπὶ τὰς γεωργίας καὶ τὰς ἐμπορίας ἔτρεπον, εἰδότες τὰς ἀπορίας μὲν διὰ τὰς ἀργίας γιγνομένας, τὰς δὲ κακουργίας διὰ τὰς ἀπορίας·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 44
- μετατρέπω, μεταβάλλω, αλλάζω, μεταστρέφω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1260 (1260-1261)
- εἰς γέλων | τὸ πρᾶγμ᾽ ἔτρεψας,
- το γυρνάς στο αστείο,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- εἰς γέλων | τὸ πρᾶγμ᾽ ἔτρεψας,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1260 (1260-1261)
- αποτρέπω, απομακρύνω, εμποδίζω
- (για νου, σκέψη, γνώμη) αλλάζω, τρέπω σε άλλη διεύθυνση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 61
- Ὣς εἰπὼν ἔτρεψεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως,
- Οι ορθοί του λόγοι εγύρισαν την γνώμην του αδελφού του,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς εἰπὼν ἔτρεψεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 61
- αναγκάζω κάποιον να τραπεί σε φυγή, κατατροπώνω
- ανατρέπω, αναποδογυρίζω
- μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
- (στην παθητική φωνή) (για κατάρες) ας πέσουν στο κεφάλι μου
- (στην παθητική φωνή) μεταβάλλομαι, υφίσταμαι αλλαγές
- (στην παθητική φωνή) τρέπομαι σε κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 114.1
- ὡς οὐδὲν ὑπήκουον οἱ Μήλιοι, πρὸς πόλεμον εὐθὺς ἐτρέποντο
- αφού οι Μήλιοι δεν είχαν ενδώσει σε τίποτε, άρχισαν αμέσως τις επιχειρήσεις.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ὡς οὐδὲν ὑπήκουον οἱ Μήλιοι, πρὸς πόλεμον εὐθὺς ἐτρέποντο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 114.1
- μεσοπαθητική φωνή:
- τρέπομαι σε φυγή, ηττώμαι
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 21.7
- καὶ τοὺς μὲν φθάσας πρὶν αἰσθέσθαι τῶν πολεμίων ἀπέκτεινε, τοὺς δ᾽ ἀμυνομένους ἐτρέψατο,
- άλλους από τους εχθρούς πρόφτασε και σκότωσε πριν να τον αντιληφθούν, άλλους πάλι, που προσπάθησαν να του αντισταθούν, τους έτρεψε σε φυγή.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- καὶ τοὺς μὲν φθάσας πρὶν αἰσθέσθαι τῶν πολεμίων ἀπέκτεινε, τοὺς δ᾽ ἀμυνομένους ἐτρέψατο,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 21.7
- (για τόπο) είμαι στραμμένος προς κάποια κατεύθυνση, βλέπω προς κάποιο μέρος
- αφοσιώνομαι σε κάτι, επιδίδομαι σε κάτι
- κατευθύνομαι, στρέφομαι προς κάποια διεύθυνση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 19.2
- αὐτίκα πυρὰ ἀνακαυσάμενοι ἐτρέποντο πρὸς τὰ πρόβατα.
- αμέσως άναψαν φωτιές και ρίχτηκαν στα κοπάδια.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- αὐτίκα πυρὰ ἀνακαυσάμενοι ἐτρέποντο πρὸς τὰ πρόβατα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 19.2
- τρέπομαι σε φυγή, ηττώμαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος & ιωνικός τύπος : τράπω
- τρωπάω ή τροπάω: ποιητική μορφή του τρέπω
- τροπέω: ≈ συνώνυμα: του τρέπω
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀνατρέπω
- ἀντρέπω
- ἀποτρέπω
- διατρέπω
- ἐκτρέπω
- ἐνεπιτρέπω
- ἐντρέπω
- ἐπανατρέπω
- ἐπιπεριτρέπω
- ἐπιτρέπω
- εἰστρέπομαι
- κατατρέπω
- μετατρέπω
- μετατρέπομαι
- παρατρέπω
- παρεκτρέπω
- πεδατρέπω
- περιτρέπω
- προσανατρέπω
- προαποτρέπομαι
- προσεπιτρέπω
- προστρέπω
- προτρέπομαι
- προτρέπω
- συμμετατρέπω
- συμπεριτρέπω
- συμπροτρέπω
- συνανατρέπω
- συναποτρέπω
- συνδιατρέπομαι
- συνεπιτρέπω
- συντρέπω
- ὑπανατρέπω
- ὑπεκτρέπω
- ὑπερεκτρέπομαι
- ὑποτρέπομαι
Συγγενικά
επεξεργασίατρεπ-
- ἀδιάτρεπτος
- ἀμετάτρεπτος
- ἀνατρεπτέον
- ἀνατρεπτέος
- ἀνατρεπτικός
- ἀνεντρέπτως
- ἀνεπιτρέπτως
- ἀπαράτρεπτος
- ἀπερίτρεπτος
- ἀποτρεπτέον
- ἀποτρεπτικός
- ἀπότρεπτος
- ἀπότρεψις
- ἄτρεπτος
- διατρεπτικός
- δυσανάτρεπτος
- δυσαπότρεπτος
- δυσμετάτρεπτος
- δυσπαράτρεπτος
- δυσπερίτρεπτος
- ἐντρεπτικός
- ἐπιτρεπτέον
- ἐπιτρεπτέος
- ἐπιτρεπτικός
- εὐανάτρεπτος
- εὐέντρεπτος
- εὐμετάτρεπτος
- εὐπαράτρεπτος
- εὐπερίτρεπτος
- εὐτρεπής
- εὔτρεπτος
- κατατρεπτικῶς
- περιτρεπτικῶς
- πολύτρεπτος
- προτρέπτης
- προτρεπτικός
- θεότρεπτος
- τρεπτέον
- τρεπτέος
- τρεπτικός
- τρεπτός
- τρεπτότης
- τρέψις
τροπ-
- ἀδικότροπος
- ἀλλοιοτροπέω
- ἀλλοιότροπος
- ἀμετάτροπος
- ἀνατροπή
- ἀνατροπεύς
- ἀπερίτροπος
- ἀποτροπάδην
- ἀποτρόπαιος
- ἀποτροπή
- ἀποτροπάομαι
- ἀποτροπία
- ἀποτροπίασμα
- ἀποτρόπιος
- ἀπότροπος
- ἀρτίτροπος
- δολιότροπος
- δίτροπος
- ἐκτροπή
- ἐκτρόπιον
- ἔκτροπος
- ἐντροπή
- ἐντροπία
- ἐντροπικός
- ἐπιτροπή
- ἐπιτροπεία
- ἐπιτροπία
- ἐπιτροπικός
- ἐπίτροπος
- ἑτερότροπος
- εὐτροπία
- ἰδιοτροπία
- καινοτροπία
- κακοτροπέω
- κακοτροπεύομαι
- κακοτροπία
- κατατροπόω
- μετακατατροπή
- μετατροπεύω
- μετατροπή
- μετατροπία
- μετάτροπος
- μονοτροπέω
- μονοτροπία
- μονότροπος
- οἰνοτροπικοί
- ὁμοιοτροπία
- ὁμοιότροπος
- παλαιοτροπία
- παλαιότροπος
- παλιντροπής
- παλιντροπία
- παλίντροπος
- πάντροπος
- παρατροπέω
- περιτροπέω
- περιτροπή
- περίτροπος
- πολυτροπία
- πολύτροπος
- προστροπή
- προτροπή
- σεμνοτροπία
- συνεπιτροπεύω
- συνεπίτροπος
- ὑπαναιρέω
- τροπικός
- τροπίας
- τροπόω
- ὑποτροπάζω
- ὑποτροπίη
- ὑποτροπικός
- ὑποτρόπιον
- τροπαῖον
- τρόπαιον
- → δείτε και τη λέξη τρόπος
τραπ-
Κλίση
επεξεργασία- → λείπει η κλίση
- αιολικός τύπος : αόριστος ἔτροπον
- επικός τύπος : αόριστος ἔτραπον
- ιωνικός τύπος & επικός τύπος : παθητικός αόριστος ἐτράφθην
- ιωνικός τύπος : απαρέμφατο τραφθῆναι
- τραπείομεν: επικός τύπος υποτακτική αντί για τραπῶμεν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τρέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.