Δείτε επίσης: ἐκτρέπω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτρέπω < αρχαία ελληνική ἐκτρέπω < ἐκ + τρέπω

εκτρέπω (παθητικό: εκτρέπομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία