εκτρέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτρέπω < αρχαία ελληνική ἐκτρέπω < ἐκ + τρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαεκτρέπω (παθητικό: εκτρέπομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εκτροπή
- παρεκτρέπομαι
- παρεκτροπή
- → δείτε τις λέξεις εκ και τρέπω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτρέπω | εξέτρεπα | θα εκτρέπω | να εκτρέπω | εκτρέποντας | |
β' ενικ. | εκτρέπεις | εξέτρεπες | θα εκτρέπεις | να εκτρέπεις | έκτρεπε | |
γ' ενικ. | εκτρέπει | εξέτρεπε | θα εκτρέπει | να εκτρέπει | ||
α' πληθ. | εκτρέπουμε | εκτρέπαμε | θα εκτρέπουμε | να εκτρέπουμε | ||
β' πληθ. | εκτρέπετε | εκτρέπατε | θα εκτρέπετε | να εκτρέπετε | εκτρέπετε | |
γ' πληθ. | εκτρέπουν(ε) | εξέτρεπαν εκτρέπαν(ε) |
θα εκτρέπουν(ε) | να εκτρέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέτρεψα | θα εκτρέψω | να εκτρέψω | εκτρέψει | ||
β' ενικ. | εξέτρεψες | θα εκτρέψεις | να εκτρέψεις | έκτρεψε | ||
γ' ενικ. | εξέτρεψε | θα εκτρέψει | να εκτρέψει | |||
α' πληθ. | εκτρέψαμε | θα εκτρέψουμε | να εκτρέψουμε | |||
β' πληθ. | εκτρέψατε | θα εκτρέψετε | να εκτρέψετε | εκτρέψτε | ||
γ' πληθ. | εξέτρεψαν εκτρέψαν(ε) |
θα εκτρέψουν(ε) | να εκτρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκτρέψει | είχα εκτρέψει | θα έχω εκτρέψει | να έχω εκτρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις εκτρέψει | είχες εκτρέψει | θα έχεις εκτρέψει | να έχεις εκτρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει εκτρέψει | είχε εκτρέψει | θα έχει εκτρέψει | να έχει εκτρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτρέψει | είχαμε εκτρέψει | θα έχουμε εκτρέψει | να έχουμε εκτρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε εκτρέψει | είχατε εκτρέψει | θα έχετε εκτρέψει | να έχετε εκτρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτρέψει | είχαν εκτρέψει | θα έχουν εκτρέψει | να έχουν εκτρέψει |
|