παρεκτρέπομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεκτρέπομαι < αρχαία ελληνική παρεκτρέπομαι < παρεκτρέπω
Ρήμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρεκτρέπομαι | παρεκτρεπόμουν(α) | θα παρεκτρέπομαι | να παρεκτρέπομαι | ||
β' ενικ. | παρεκτρέπεσαι | παρεκτρεπόσουν(α) | θα παρεκτρέπεσαι | να παρεκτρέπεσαι | παρεκτρέπου | |
γ' ενικ. | παρεκτρέπεται | παρεκτρεπόταν(ε) | θα παρεκτρέπεται | να παρεκτρέπεται | ||
α' πληθ. | παρεκτρεπόμαστε | παρεκτρεπόμαστε παρεκτρεπόμασταν |
θα παρεκτρεπόμαστε | να παρεκτρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | παρεκτρέπεστε | παρεκτρεπόσαστε παρεκτρεπόσασταν |
θα παρεκτρέπεστε | να παρεκτρέπεστε | παρεκτρέπεστε | |
γ' πληθ. | παρεκτρέπονται | παρεκτρέπονταν παρεκτρεπόντουσαν |
θα παρεκτρέπονται | να παρεκτρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρεκτράπηκα | θα παρεκτραπώ | να παρεκτραπώ | παρεκτραπεί | ||
β' ενικ. | παρεκτράπηκες | θα παρεκτραπείς | να παρεκτραπείς | παρεκτρέψου | ||
γ' ενικ. | παρεκτράπηκε | θα παρεκτραπεί | να παρεκτραπεί | |||
α' πληθ. | παρεκτραπήκαμε | θα παρεκτραπούμε | να παρεκτραπούμε | |||
β' πληθ. | παρεκτραπήκατε | θα παρεκτραπείτε | να παρεκτραπείτε | παρεκτραπείτε | ||
γ' πληθ. | παρεκτράπηκαν παρεκτραπήκαν(ε) |
θα παρεκτραπούν(ε) | να παρεκτραπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρεκτραπεί | είχα παρεκτραπεί | θα έχω παρεκτραπεί | να έχω παρεκτραπεί | -ένος | |
β' ενικ. | έχεις παρεκτραπεί | είχες παρεκτραπεί | θα έχεις παρεκτραπεί | να έχεις παρεκτραπεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρεκτραπεί | είχε παρεκτραπεί | θα έχει παρεκτραπεί | να έχει παρεκτραπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρεκτραπεί | είχαμε παρεκτραπεί | θα έχουμε παρεκτραπεί | να έχουμε παρεκτραπεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρεκτραπεί | είχατε παρεκτραπεί | θα έχετε παρεκτραπεί | να έχετε παρεκτραπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρεκτραπεί | είχαν παρεκτραπεί | θα έχουν παρεκτραπεί | να έχουν παρεκτραπεί |
παρεκτρέπομαι
- βγαίνω από το δρόμο μου
- φορτηγό όχημα παρεκτράπηκε της πορείας του και παρέσυρε έναν περαστικό
- (κατ’ επέκταση) βγαίνω από το σωστό δρόμο, συμπεριφέρομαι ή ενεργώ με τρόπο που δεν είναι ευπρεπής, κόσμιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεκτρέπομαι
|