Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρεκτρέπομαι < αρχαία ελληνική παρεκτρέπομαι < παρεκτρέπω

  Ρήμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

παρεκτρέπομαι

  1. βγαίνω από το δρόμο μου
    φορτηγό όχημα παρεκτράπηκε της πορείας του και παρέσυρε έναν περαστικό
  2. (κατ’ επέκταση) βγαίνω από το σωστό δρόμο, συμπεριφέρομαι ή ενεργώ με τρόπο που δεν είναι ευπρεπής, κόσμιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία