divert
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | divert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | diverts |
αόριστος | diverted |
παθητική μετοχή | diverted |
ενεργητική μετοχή | diverting |
Ρήμα
επεξεργασίαdivert (en)
- εκτρέπω, αλλάζω την πορεία, στρέφω σε άλλη κατεύθυνση
- ⮡ They diverted the flow of the river.
- Εξέτρεψαν το ρεύμα ποταμού.
- ⮡ We need to divert traffic.
- Πρέπει να εκτρέψουμε την κυκλοφορία./αλλάξουμε την κατεύθυνση της κυκλοφορίας.
- ⮡ They diverted the flow of the river.
- διοχετεύω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, χρησιμοποιώ χρήματα, υλικά κλπ για διαφορετικό σκοπό από τον αρχικό τους σκοπό
- ⮡ Large sums are being diverted, for a safer investment, into urban real estate.
- Μεγάλα ποσά διοχετεύονται, για ασφαλέστερη επένδυση, σε αστικά ακίνητα.
- ⮡ Large sums are being diverted, for a safer investment, into urban real estate.
- στρέφω, αποσπώ την προσοχή
- ⮡ They are trying to divert people's attention to secondary problems and distract them from the burning issues.
- Προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του κόσμου σε δευτερεύοντα προβλήματα και να την αποσπάσουν από τα φλέγοντα ζητήματα.
- ⮡ We need to divert her thoughts from the accident.
- Πρέπει να της αποσπάσουμε τις σκέψεις από το ατύχημα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distract
- ⮡ They are trying to divert people's attention to secondary problems and distract them from the burning issues.
- (επίσημο) διασκεδάζω κάποιον, του αποσπώ του την προσοχή από τις στενοχώριες του