ενεστώτας divert
γ΄ ενικό ενεστώτα diverts
αόριστος diverted
παθητική μετοχή diverted
ενεργητική μετοχή diverting

divert (en)

  1. εκτρέπω, αλλάζω την πορεία, στρέφω σε άλλη κατεύθυνση
    ⮡  They diverted the flow of the river.
    Εξέτρεψαν το ρεύμα ποταμού.
    ⮡  We need to divert traffic.
    Πρέπει να εκτρέψουμε την κυκλοφορία./αλλάξουμε την κατεύθυνση της κυκλοφορίας.
  2. διοχετεύω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, χρησιμοποιώ χρήματα, υλικά κλπ για διαφορετικό σκοπό από τον αρχικό τους σκοπό
    ⮡  Large sums are being diverted, for a safer investment, into urban real estate.
    Μεγάλα ποσά διοχετεύονται, για ασφαλέστερη επένδυση, σε αστικά ακίνητα.
  3. στρέφω, αποσπώ την προσοχή
    ⮡  They are trying to divert people's attention to secondary problems and distract them from the burning issues.
    Προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του κόσμου σε δευτερεύοντα προβλήματα και να την αποσπάσουν από τα φλέγοντα ζητήματα.
    ⮡  We need to divert her thoughts from the accident.
    Πρέπει να της αποσπάσουμε τις σκέψεις από το ατύχημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distract
  4. (επίσημο) διασκεδάζω κάποιον, του αποσπώ του την προσοχή από τις στενοχώριες του
    ⮡  We diverted the children with fairytales.
    Διασκεδάσαμε τα παιδιά με παραμύθια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entertain