distract
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | distract |
γ΄ ενικό ενεστώτα | distracts |
αόριστος | distracted |
παθητική μετοχή | distracted |
ενεργητική μετοχή | distracting |
Ρήμα
επεξεργασίαdistract (en)
- αποσπώ, περισπώ την προσοχή
- ⮡ They are trying to divert people's attention to secondary problems and distract them from the burning issues.
- Προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή του κόσμου σε δευτερεύοντα προβλήματα και να την αποσπάσουν από τα φλέγοντα ζητήματα.
- ⮡ Very loud music distracts me when I’m trying to concentrate.
- Η πολύ δυνατή μουσική μου αποσπά την προσοχή όταν προσπαθώ να συγκεντρωθώ.
- ⮡ He is easily distracted.
- Περισπάται εύκολα η προσοχή του.
- ≈ συνώνυμα: divert
- ⮡ They are trying to divert people's attention to secondary problems and distract them from the burning issues.