ενικός         πληθυντικός  
distraction distractions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

distraction (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο περισπασμός, η περίσπαση, η απασχόληση, κάτι που αποσπά την προσοχή
    ⮡  She applied herself to reading without distractions.
    Αφοσιώθηκε στο διάβασμα χωρίς περισπασμούς.
    ⮡  It’s just a distraction attempt of public opinion from the burning issues.
    Είναι μόνο μία προσπάθεια περίσπασης της κοινής γνώμης από τα φλέγοντα ζητήματα.
    ⮡  He nabbed his wallet with the method of distraction.
    Του βούτηξε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη distract



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

distraction (fr) θηλυκό

  1. η διασκέδαση
  2. η αφηρημάδα

Συγγενικά

επεξεργασία