distraction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
distraction | distractions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdistraction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο περισπασμός, η περίσπαση, η απασχόληση, κάτι που αποσπά την προσοχή
- ⮡ She applied herself to reading without distractions.
- Αφοσιώθηκε στο διάβασμα χωρίς περισπασμούς.
- ⮡ It’s just a distraction attempt of public opinion from the burning issues.
- Είναι μόνο μία προσπάθεια περίσπασης της κοινής γνώμης από τα φλέγοντα ζητήματα.
- ⮡ He nabbed his wallet with the method of distraction.
- Του βούτηξε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.
- ⮡ She applied herself to reading without distractions.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη distract
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdistraction (fr) θηλυκό
- η διασκέδαση
- η αφηρημάδα