ενικός         πληθυντικός  
distraction distractions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

distraction (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο περισπασμός, η περίσπαση, η απασχόληση, κάτι που αποσπά την προσοχή
      She applied herself to reading without distractions.
    Αφοσιώθηκε στο διάβασμα χωρίς περισπασμούς.
      It’s just a distraction attempt of public opinion from the burning issues.
    Είναι μόνο μία προσπάθεια περίσπασης της κοινής γνώμης από τα φλέγοντα ζητήματα.
      He nabbed his wallet with the method of distraction.
    Του βούτηξε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη distract