distraction
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
distraction (en)
- κάτι που αποσπά την προσοχή, περισπασμός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
distraction (fr) θηλυκό
- η διασκέδαση
- η αφηρημάδα
distraction (en)
distraction (fr) θηλυκό