distrait
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
distrait (fr) αρσενικό (θηλυκό: distraite)
Συγγενικά επεξεργασία
- distractif - distractive
- distraction
- distractivité
- distraire
- distrait - distraite
- distraitement
- distrayant - distrayante
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος distraire