distractif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distractif | distractifs |
θηλυκό | distractive | distractives |
Επίθετο επεξεργασία
distractif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distractif | distractifs |
θηλυκό | distractive | distractives |
distractif (fr)