distrayante
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdistrayante (fr) θηλυκό
- Une lecture distrayante. Μια ψυχαγωγική ανάγνωση.
Συγγενικά
επεξεργασία- distractif - distractive
- distraction
- distractivité
- distraire
- distrait - distraite
- distraitement
- distrayant - distrayante
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη distrayant