Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

distrayante (fr) θηλυκό

Une lecture distrayante. Μια ψυχαγωγική ανάγνωση.

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία