Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
distractivité
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
distractivité
distractivités
Ουσιαστικό
επεξεργασία
distractivité
(fr)
θηλυκό
η ικανότητα που έχει κάτι να
αποσπά
την
προσοχή
κάποιου