αφηρημάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αφηρημάδα < (ελληνιστική κοινή) αφηρημάς μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abstraction
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφηρημάδα θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο μη συγκεντρωμένος, ο αφηρημένος
- έκανα λάθη από αφηρημάδα
- οποιαδήποτε απρόσεκτη και επιπόλαιη πράξη
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφηρημάδα