Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απροσεξία οι απροσεξίες
      γενική της απροσεξίας των απροσεξιών
    αιτιατική την απροσεξία τις απροσεξίες
     κλητική απροσεξία απροσεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροσεξία < α- στερητικό + προσέχω (μέλλοντας: προσέξω)) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απροσεξία θηλυκό

  1. η έλλειψη προσοχής, συγκέντρωσης στο έργο που έχει κάποιος να εκτελέσει
  2. η ενέργεια που γίνεται χωρίς την απαιτούμενη προσοχή
    μια απροσεξία στην οδήγηση του στοίχισε τη ζωή

Συνώνυμα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  αβλεψία

  Μεταφράσεις επεξεργασία