απροσεξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απροσεξία θηλυκό
- η έλλειψη προσοχής, συγκέντρωσης στο έργο που έχει κάποιος να εκτελέσει
- η ενέργεια που γίνεται χωρίς την απαιτούμενη προσοχή
- μια απροσεξία στην οδήγηση του στοίχισε τη ζωή
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αβλεψία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροσεξία