inadvertance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- inadvertance < λατινική inadvertentia
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inadvertance | inadvertances |
inadvertance (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
inadvertance | inadvertances |
inadvertance (fr) θηλυκό