Ετυμολογία

επεξεργασία
inadvertance < λατινική inadvertentia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inadvertance inadvertances

inadvertance (fr) θηλυκό

  1. η απροσεξία, η αμέλεια
  2. par inadvertance - από απροσεξία, κατά λάθος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία