soin
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
soin (eu)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
soin | soins |
soin (fr) αρσενικό
soin (eu)
ενικός | πληθυντικός |
soin | soins |
soin (fr) αρσενικό