• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

soin

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Βασκικά (eu)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Γαλλικά (fr)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Βασκικά (eu) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

soin (eu)

  • σώμα



Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

soin (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
soin soins

soin (fr) αρσενικό

  1. η επιμέλεια
  2. η μέριμνα
  3. η φροντίδα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • soigneux - soigneuse
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=soin&oldid=4564709"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Μαρτίου 2020, στις 20:21

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Μαρτίου 2020, στις 20:21.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie