Ουσιαστικό

επεξεργασία

soin (eu)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soin soins

soin (fr) αρσενικό

  1. η επιμέλεια
  2. η μέριμνα
  3. η φροντίδα

Συγγενικά

επεξεργασία