μέριμνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέριμνα | οι | μέριμνες |
γενική | της | μέριμνας | των | μεριμνών |
αιτιατική | τη | μέριμνα | τις | μέριμνες |
κλητική | μέριμνα | μέριμνες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέριμνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμέριμνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μέριμνα