Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
concern concerns

concern (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανησυχία, το συναίσθημα
    ⮡  His speech caused a lot of concern in some capitals.
    Ο λόγος του προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε μερικές πρωτεύουσες.
  2. (μετρήσιμο) το μέλημα, η έγνοια, η φροντίδα, κάποιον ή κάτι που είναι σημαντικό για μένα
    ⮡  All our main concern should be the preservation of our health.
    Κύριο μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η διαφύλαξη της υγείας μας.
    ⮡  You are my only concern.
    Εσύ είσαι η μόνη μου έγνοια.
    ⮡  Many concerns weighed him down.
    Τον λύγισαν οι φροντίδες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
ενεστώτας concern
γ΄ ενικό ενεστώτα concerns
αόριστος concerned
παθητική μετοχή concerned
ενεργητική μετοχή concerning

concern (en)

  1. με ενδιαφέρει, επηρεάζω κάποιον ή κάτι· εμπλέκω κάποιον ή κάτι
    ⮡  It doesn’t concern you to know where I go and what I do.
    Δεν σ' ενδιαφέρει να ξέρεις που πάω και τι κάνω.
    ⮡  We’re concerned only with the facts.
    Μας ενδιαφέρουν μόνο τα γεγονότα.
     συνώνυμα: matter
  2. πρόκειται για κάτι, αφορά
    ⮡  It concerns our future.
    Πρόκειται για το μέλλον μας.
    ⮡  It doesn’t concern a serious issue.
    Δεν πρόκειται για σοβαρή υπόθεση.
    ⮡  It concerned a minor incident.
    Επρόκειτο για ασήμαντο περιστατικό.
    ⮡  This doesn’t concern you.
    Αυτό δε σας αφορά.
    ⮡  All questions concerning national defense…
    Όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα…
    ⮡  Climate change affects us all.
    Η κλιματική αλλαγή μάς αφορά όλους.
     συνώνυμα: be about
  3. ανησυχώ κάποιον
    ⮡  What concerns me a little is…
    Εκείνο που με ανησυχεί λίγο είναι…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
  4. με νοιάζει, με ενδιαφέρει, κάτι
    ⮡  The only thing she concerns herself with is her bird.
    Το μόνο που τη νοιάζει είναι το πουλί της.
    ⮡  This is the only thing that he concerns himself with.
    Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
    ⮡  Don’t concern yourself with me.
    Μην ενδιαφέρεσαι για μένα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη care

Συγγενικά

επεξεργασία