concern
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concern | concerns |
concern (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανησυχία, το συναίσθημα
- ⮡ His speech caused a lot of concern in some capitals.
- Ο λόγος του προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε μερικές πρωτεύουσες.
- ⮡ His speech caused a lot of concern in some capitals.
- (μετρήσιμο) το μέλημα, η έγνοια, η φροντίδα, κάποιον ή κάτι που είναι σημαντικό για μένα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | concern |
γ΄ ενικό ενεστώτα | concerns |
αόριστος | concerned |
παθητική μετοχή | concerned |
ενεργητική μετοχή | concerning |
concern (en)
- με ενδιαφέρει, επηρεάζω κάποιον ή κάτι· εμπλέκω κάποιον ή κάτι
- πρόκειται για κάτι, αφορά
- ⮡ It concerns our future.
- Πρόκειται για το μέλλον μας.
- ⮡ It doesn’t concern a serious issue.
- Δεν πρόκειται για σοβαρή υπόθεση.
- ⮡ It concerned a minor incident.
- Επρόκειτο για ασήμαντο περιστατικό.
- ⮡ This doesn’t concern you.
- Αυτό δε σας αφορά.
- ⮡ All questions concerning national defense…
- Όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα…
- ⮡ Climate change affects us all.
- Η κλιματική αλλαγή μάς αφορά όλους.
- ≈ συνώνυμα: be about
- ⮡ It concerns our future.
- ανησυχώ κάποιον
- με νοιάζει, με ενδιαφέρει, κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- concern (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- concern (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67, 67-68, 259, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανησυχία, ανησυχώ, έγνοια, φροντίδα