Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
concern concerns

concern (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανησυχία, το συναίσθημα
    His speech caused a lot of concern in some capitals.
    Ο λόγος του προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε μερικές πρωτεύουσες.
  2. (μετρήσιμο) η έγνοια, η φροντίδα, το μέλημα, κάποιον ή κάτι που είναι σημαντικό για μένα
    You are my only concern.
    Εσύ είσαι η μόνη μου έγνοια.
    Many concerns weighed him down.
    Τον λύγισαν οι φροντίδες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας concern
γ΄ ενικό ενεστώτα concerns
αόριστος concerned
παθητική μετοχή concerned
ενεργητική μετοχή concerning

concern (en)

  1. αναφέρομαι, συσχετίζω με κάτι άλλο, αφορά (it concerns)
  2. νοιάζομαι, νοιάζει
     συνώνυμα: care, mind
    The only thing she concerns herself with is her bird.
    Το μόνο που τη νοιάζει είναι το πουλί της.
    This is the only thing that he concerns himself with.
    Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.

  Πηγές επεξεργασία