concern
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
concern | concerns |
concern (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανησυχία, το συναίσθημα
- ↪ His speech caused a lot of concern in some capitals.
- Ο λόγος του προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε μερικές πρωτεύουσες.
- ↪ His speech caused a lot of concern in some capitals.
- (μετρήσιμο) το μέλημα, η έγνοια, η φροντίδα, κάποιον ή κάτι που είναι σημαντικό για μένα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | concern |
γ΄ ενικό ενεστώτα | concerns |
αόριστος | concerned |
παθητική μετοχή | concerned |
ενεργητική μετοχή | concerning |
concern (en)
- ενδιαφέρω, αφορώ, επηρεάζω κάποιον ή κάτι· εμπλέκω κάποιον ή κάτι
- ↪ It doesn’t concern you to know where I go and what I do.
- Δεν σ' ενδιαφέρει να ξέρεις που πάω και τι κάνω.
- ↪ We’re concerned only with the facts.
- Μας ενδιαφέρουν μόνο τα γεγονότα.
- ↪ This doesn’t concern you.
- Αυτό δε σας αφορά/ενδιαφέρει.
- ↪ It doesn’t concern you to know where I go and what I do.
- πρόκειται για κάτι
- ανησυχώ κάποιον
- νοιάζομαι, νοιάζει
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- concern (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- concern (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 67, 67-68, 259, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανησυχία, ανησυχώ, έγνοια, φροντίδα