concern
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
concern | concerns |
concern (en)
- η ανησυχία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | concern |
γ΄ ενικό ενεστώτα | concerns |
αόριστος | concerned |
παθητική μετοχή | concerned |
ενεργητική μετοχή | concerning |
concern (en)