Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέλημα τα μελήματα
      γενική του μελήματος των μελημάτων
    αιτιατική το μέλημα τα μελήματα
     κλητική μέλημα μελήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέλημα < αρχαία ελληνική μέλημα < μέλω
Μέλημα : Το μόνο πράγμα που θέλω να κάνω π.χ Το μέλημα μου είναι να διαβάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μέλημα ουδέτερο