préoccupation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
préoccupation | préoccupations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
préoccupation (fr) θηλυκό
- Ο προβληματισμός, η ανησυχία, το μέλημα
ενικός | πληθυντικός |
préoccupation | préoccupations |
préoccupation (fr) θηλυκό