souci
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
souci | soucis |
souci (fr) αρσενικό
- η έγνοια, η ανησυχία, η στενοχώρια, το μέλημα, η σκοτούρα
- il se fait beaucoup de souci pour sa fille - έχει πολλές έγνοιες / ανησυχεί πολύ για την κόρη του