ανησυχία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανησυχία | οι | ανησυχίες |
γενική | της | ανησυχίας | των | ανησυχιών |
αιτιατική | την | ανησυχία | τις | ανησυχίες |
κλητική | ανησυχία | ανησυχίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανησυχία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανησυχία θηλυκό
- συναίσθημα ελαφριού άγχους και φόβου για την κατάσταση κάποιου, την κατάληξη ενός γεγονότος κλπ.
- οι ερωτηθέντες εξέφρασαν βαθιά ανησυχία για την οικονομική κατάσταση της χώρας
- φροντίδα, κάτι που με νοιάζει, κάτι για το οποίο ανησυχώ
- τα παιδιά στην εφηβική ηλικία έχουν πολλές ανησυχίες