ανησυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανησυχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανησυχία θηλυκό
- συναίσθημα ελαφριού άγχους και φόβου για την κατάσταση κάποιου, την κατάληξη ενός γεγονότος κλπ.
- οι ερωτηθέντες εξέφρασαν βαθιά ανησυχία για την οικονομική κατάσταση της χώρας
- φροντίδα, κάτι που με νοιάζει, κάτι για το οποίο ανησυχώ
- τα παιδιά στην εφηβική ηλικία έχουν πολλές ανησυχίες