Ετυμολογία

επεξεργασία
zorgo < zorg- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zorgo zorgoj
αιτιατική zorgon zorgojn

zorgo (eo)

li esprimas sian zorgon ke... - εκφράζει την ανησυχία του ότι...