έγνοια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έγνοια | οι | έγνοιες |
γενική | της | έγνοιας | — | |
αιτιατική | την | έγνοια | τις | έγνοιες |
κλητική | έγνοια | έγνοιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγνοια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔγνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔννοια με τροπή [nn] > [ɣn] και συνίζηση[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.ɣɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γνοια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέγνοια και έννοια θηλυκό
- κάτι το οποίο απασχολεί το μυαλό ενός ανθρώπου, το οποίο θέλει να φροντίσει, για το οποίο νοιάζεται
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη έννοια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έγνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας