έγνοια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έγνοια | οι | έγνοιες |
γενική | της | έγνοιας | — | |
αιτιατική | την | έγνοια | τις | έγνοιες |
κλητική | έγνοια | έγνοιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έγνοια < έννοια
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έγνοια και έννοια θηλυκό
- κάτι το οποίο απασχολεί το μυαλό ενός ανθρώπου, το οποίο θέλει να φροντίσει, για το οποίο νοιάζεται