γνοιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γνοιάζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γνοιάζομαι < γνώθω + εννοιάζομαι
Ρήμα
επεξεργασία
γνοιάζομαι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του νοιάζομαι