Ετυμολογία

επεξεργασία

νοιάζομαι, π.αόρ.: νοιάστηκα, μτχ.π.π.: νοιασμένος, ενεργητικό τριτοπρόσωπο νοιάζει

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία