ενεστώτας look after
γ΄ ενικό ενεστώτα looks after
αόριστος looked after
παθητική μετοχή looked after
ενεργητική μετοχή looking after

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look after < → δείτε τις λέξεις look και after

look after (en)

  • φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι, είμαι υπεύθυνος να φροντίζω κάποιον ή κάτι
    Who is looking after the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    Who will look after the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    Who will look after the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
    They looked after us wonderfully.
    Μας περιποιήθηκαν θαυμάσια.
    Look after our guest.
    Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας.
     συνώνυμα:  attend to, care for, mind, take care of και tend