Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας take care of
γ΄ ενικό ενεστώτα takes care of
αόριστος took care of
παθητική μετοχή taken care of
ενεργητική μετοχή taking care of

  Ετυμολογία επεξεργασία

take care of < → δείτε τις λέξεις take, care και of

  Έκφραση επεξεργασία

take care of (en) (ιδιωματισμός)

  1. φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι, νοικοκυρεύω, προσέχω
    Who is taking care of the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    Who will take care of the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    Who will take care of the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
    Are you being taken care of, sir?
    Σας περιποιούνται, κύριε;
    a well taken care of family - νοικοκυρεμένη οικογένεια
    The little house was old but well taken care of.
    Το σπιτάκι τους ήταν παλιό, αλλά νοικοκυρεμένο.
    I need to take care of my body.
    Πρέπει να προσέξω το σώμα μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after
  2. (ιδιωματισμός) κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, είμαι υπεύθυνος ή για να χειριστώ μια κατάσταση ή εργασία
    We will get this taken care of right away.
    Αυτό θα το τακτοποιήσουμε αμέσως.
    Let them take care of it themselves.
    Άσε τους να το κανονίσουν μόνοι τους.
    Do not worry, it will all be taken care of.
    Μη στενοχωριέσαι, όλα θα ρυθμιστούν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with

  Πηγές επεξεργασία