ανέγνοιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέγνοιαστος < μεταγενέστερο ἀνέγνοιαστος , α στερητικό και γνοιάζομαι
Επίθετο
επεξεργασίαανέγνοιαστος
- δίχως έγνοιες, ξέγνοιαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανέγνοιαστος
ανέγνοιαστος