ξεγνοιασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεγνοιασιά | οι | ξεγνοιασιές |
γενική | της | ξεγνοιασιάς | των | ξεγνοιασιών |
αιτιατική | την | ξεγνοιασιά | τις | ξεγνοιασιές |
κλητική | ξεγνοιασιά | ξεγνοιασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξεγνοιασιά θηλυκό
- άλλη μορφή του ξενοιασιά