Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
worry worries

worry (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανησυχία, συναίσθημα ελαφριού άγχους και φόβου
      There is no cause for worry.
    Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
  2. (μετρήσιμο) η έγνοια, η φροντίδα, κάτι το οποίο απασχολεί το μυαλό ενός ανθρώπου, το οποίο θέλει να φροντίσει
      money/family worries - χρηματικές/οικογενειακές έγνοιες
      He appeared to be full of worries.
    Φαινόταν γεμάτος φροντίδες
     συνώνυμα:  anxiety, care, concern, preoccupation και trouble
ενεστώτας worry
γ΄ ενικό ενεστώτα worries
αόριστος worried
παθητική μετοχή worried
ενεργητική μετοχή worrying

worry (en)

  1. (αμετάβατο) ανησυχώ, στενοχωριέμαι, σκέφτομαι δυσάρεστα πράγματα που μπορεί να συμβούν ή προβλήματα που έχω
      I worry when you are late.
    Ανησυχώ όταν αργείς.
      Don’t worry about the exams.
    Μην ανησυχείς για τις εξετάσεις.
      Naturally, she would worry when you didn’t answer the phone.
    Φυσικά θα ανησυχούσε όταν δεν απάντησες στο τηλέφωνο.
      Don’t worry about it.
    Μη στενοχωριέσαι γι' αυτό.
      What’s the use of worrying?
    Τι βγαίνει να στενοχωριέται κανείς;
     συνώνυμα:  anguish, distress, fret και sweat
  2. (μεταβατικό) ανησυχώ, στενοχωρώ κάποιον
      His fever worries me.
    Ο πυρετός του με ανησυχεί.
      What worries me a little is…
    Εκείνο που με ανησυχεί λίγο είναι…
      What’s worrying you?
    Τι σε στενοχωρεί;
     συνώνυμα:  alarm και concern
  3. πειράζω, ενοχλώ
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη annoy

Παράγωγα

επεξεργασία