Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
alarm alarms

alarm (en)

  1. (μετρήσιμο) ο συναγερμός, ένας δυνατός θόρυβος ή ένα σήμα που προειδοποιεί τους ανθρώπους για κίνδυνο ή για πρόβλημα
    There were several alarms but no attacks.
    Έγιναν πολλοί συναγερμοί αλλά καμιά επίθεση.
  2. (μετρήσιμο) ο συναγερμός, μια συσκευή που προειδοποιεί τους ανθρώπους για έναν συγκεκριμένο κίνδυνο
    a fire alarm - συναγερμός για πυρκαγιά
    a burglar alarm - αντιδιαρρηκτικός συναγερμός
  3. (μετρήσιμο) το ξυπνητήρι
    The alarm went off like…
    Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει σαν…
     συνώνυμα: alarm clock
  4. (μη μετρήσιμο) η ανησυχία που νιώθει κάποιος όταν μπορεί να συμβεί κάτι επικίνδυνο ή δυσάρεστο
    There is no cause for alarm.
    Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
ενεστώτας alarm
γ΄ ενικό ενεστώτα alarms
αόριστος alarmed
παθητική μετοχή alarmed
ενεργητική μετοχή alarming

alarm (en)

  • ανησυχώ κάποιον
    He was alarmed at the rumors.
    Ανησύχησε με τις διαδόσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry