ανησυχώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανησυχώ < ανήσυχος: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inquiéter
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ni.siˈxo/
ΡήμαΕπεξεργασία
ανησυχώ
- (αμετάβατο) βρίσκομαι σε ανησυχία, διακατέχομαι από κάποια αγωνία ή φόβο
- μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά
- (μεταβατικό) προκαλώ ανησυχία, αγωνία σε κάποιον
- έλαβα ένα μήνυμα που με ανησύχησε
- (μεταβατικό) χαλάω την ησυχία κάποιου
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανησυχώ | ανησυχούσα | θα ανησυχώ | να ανησυχώ | ανησυχώντας | |
β' ενικ. | ανησυχείς | ανησυχούσες | θα ανησυχείς | να ανησυχείς | (ανησύχει) | |
γ' ενικ. | ανησυχεί | ανησυχούσε | θα ανησυχεί | να ανησυχεί | ||
α' πληθ. | ανησυχούμε | ανησυχούσαμε | θα ανησυχούμε | να ανησυχούμε | ||
β' πληθ. | ανησυχείτε | ανησυχούσατε | θα ανησυχείτε | να ανησυχείτε | ανησυχείτε | |
γ' πληθ. | ανησυχούν(ε) | ανησυχούσαν(ε) | θα ανησυχούν(ε) | να ανησυχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανησύχησα | θα ανησυχήσω | να ανησυχήσω | ανησυχήσει | ||
β' ενικ. | ανησύχησες | θα ανησυχήσεις | να ανησυχήσεις | ανησύχησε | ||
γ' ενικ. | ανησύχησε | θα ανησυχήσει | να ανησυχήσει | |||
α' πληθ. | ανησυχήσαμε | θα ανησυχήσουμε | να ανησυχήσουμε | |||
β' πληθ. | ανησυχήσατε | θα ανησυχήσετε | να ανησυχήσετε | ανησυχήστε | ||
γ' πληθ. | ανησύχησαν ανησυχήσαν(ε) |
θα ανησυχήσουν(ε) | να ανησυχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανησυχήσει | είχα ανησυχήσει | θα έχω ανησυχήσει | να έχω ανησυχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανησυχήσει | είχες ανησυχήσει | θα έχεις ανησυχήσει | να έχεις ανησυχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανησυχήσει | είχε ανησυχήσει | θα έχει ανησυχήσει | να έχει ανησυχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανησυχήσει | είχαμε ανησυχήσει | θα έχουμε ανησυχήσει | να έχουμε ανησυχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανησυχήσει | είχατε ανησυχήσει | θα έχετε ανησυχήσει | να έχετε ανησυχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανησυχήσει | είχαν ανησυχήσει | θα έχουν ανησυχήσει | να έχουν ανησυχήσει |
|