Ετυμολογία

επεξεργασία
ανησυχώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνησυχῶ [1] < ανήσυχ(ος) + & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inquiéter, s'inquiéter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ni.siˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νη‐συ‐χώ
τονικό παρώνυμο: ανήσυχο

ανησυχώ, πρτ.: ανησυχούσα, αόρ.: ανησύχησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) βρίσκομαι σε ανησυχία, διακατέχομαι από κάποια αγωνία ή φόβο
    Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά.
     αντώνυμα: εφησυχάζω → δείτε και τις λέξεις άγχομαι και φοβάμαι
  2. (μεταβατικό) προκαλώ ανησυχία, αγωνία σε κάποιον
    Έλαβα ένα μήνυμα που με ανησύχησε.
    → δείτε και τις λέξεις φοβίζω και ταράζω
  3. (μεταβατικό) αναστατώνω κάποιον, χαλάω την ησυχία κάποιου
     συνώνυμα: ενοχλώ, θορυβώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανησυχώΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ανησυχώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ανησυχώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)