s'inquiéter
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- s'inquiéter < inquiéter
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /s‿ ɛ̃.kjɛ.tɛ/
Ρήμα
επεξεργασίαs'inquiéter (fr) (pronominal: αντωνυμικό)
- αρχίζω να ανησυχώ, έχω ανησυχία για κάτι
- s'inquiéter de - (με, σε, τον, ...) απασχολεί (κάτι/κάποιος), στεναχωριέμαι για
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη inquiéter