Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bile (en)

  1. η χολή
  2. η εριστικότητα



Αγγλοσαξονικά (ang) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bile (ang)

  1. το ράμφος



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bile < λατινική bilis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bil/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bile biles

bile (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η χολή
    Vomir de la bile.
  2. (μεταφορικά) ο θυμός
    émouvoir, échauffer la bile.

Συγγενικά επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

bile (fr)

  1. από το ρήμα biler

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbi.le/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bile (it)

  1. η εριστικότητα



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bile (pt)

  1. η εριστικότητα

Συνώνυμα επεξεργασία



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Σύνδεσμος επεξεργασία

bile (tr)