Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bile
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Αγγλοσαξονικά
(ang)
2.1
Ουσιαστικό
3
Γαλλικά
(fr)
3.1
Ετυμολογία
3.2
Προφορά
3.3
Ουσιαστικό
3.3.1
Συγγενικά
3.4
Ρηματικός τύπος
3.4.1
Ομώνυμα / Ομόηχα
4
Ιταλικά
(it)
4.1
Προφορά
4.2
Ουσιαστικό
5
Πορτογαλικά
(pt)
5.1
Ουσιαστικό
5.1.1
Συνώνυμα
6
Τουρκικά
(tr)
6.1
Σύνδεσμος
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bile
(en)
η
χολή
η
εριστικότητα
Αγγλοσαξονικά
(ang)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bile
(ang)
το
ράμφος
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bile
<
λατινική
bilis
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
bil
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bile
biles
bile
(fr)
θηλυκό
(
ιατρική
) η
χολή
Vomir de la
bile
.
(
μεταφορικά
) ο
θυμός
émouvoir, échauffer la
bile
.
Συγγενικά
επεξεργασία
biliaire
calcul biliaire
décharger sa bile
lithiase biliaire
se biler
se faire de la bile
vésicule biliaire
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
bile
(fr)
από το ρήμα
biler
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
bill
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈbi.le
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bile
(it)
η
εριστικότητα
Πορτογαλικά
(pt)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bile
(pt)
η
εριστικότητα
Συνώνυμα
επεξεργασία
bílis
Τουρκικά
(tr)
επεξεργασία
Σύνδεσμος
επεξεργασία
bile
(tr)
ούτε