Δείτε επίσης: οὔτε

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ούτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὔτε

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈu.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ού‐τε

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

ούτε συμπλεκτικός σύνδεσμος

  1. συνδέει παρατακτικά δύο όρους (λέξεις, προτάσεις) σε μια αρνητική, αποφατική πρόταση
    ⮡  Δεν μιλάω ούτε γαλλικά, ούτε γερμανικά. Μόνο αγγλικά
  2. (εμφατικό)
    1. με το και
      ⮡  Δε θα τους ειδοποιήσω πως δε θα πάω, ούτε και θα τηλεφωνήσω
    2. με το καν
      ⮡  Ούτε καν μου πέρασε απ' το μυαλό τέτοιο πράγμα.
    3. με επανάληψη και δύο αντίθετες έννοιες (δείτε #Εκφράσεις
      ⮡  Φρακάραμε στο μποτιλιάρισμα. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Ακινησία.
  3. καθόλου
    ⮡  ούτε μια στιγμή, ούτ' ένα λεπτό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία