even
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | even |
συγκριτικός | more even |
υπερθετικός | most even |
even (en)
Επίρρημα
επεξεργασίαeven (en) (χωρίς παραθετικά)
- ούτε, ακόμα και (να), κι αυτός, και που, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό
- ↪ We do not even have the necessary goods.
- Δεν έχουμε ούτε τα απαραίτητα αγαθά.
- ↪ Even in July it is cold there.
- Ακόμα και τον Ιούλιο κάνει κρύο εκεί.
- ↪ Even going out is dangerous.
- Ακόμα και να βγεις έξω είναι επικίνδυνο.
- ↪ He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
- Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
- ↪ Even her own father hated her.
- Κι αυτός ο πατέρας της τη μίσησε.
- ↪ Even when they invited him, he still didn’t go.
- Και που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε.
- ↪ We do not even have the necessary goods.
- ακόμα, έστω και, χρησιμοποιείται όταν συγκρίνει πράγματα, για να κάνει τη σύγκριση πιο δυνατή
- ↪ No, no, even lower.
- Όχι, όχι, ακόμα πιο χαμηλά.
- ↪ We will improve it even more.
- θα το βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο.
- ↪ even now - έστω και τώρα
- ↪ even for a little bit - έστω και για λίγο
- ↪ even for a moment - έστω και για μια στιγμή
- ↪ Let even one person help.
- Έστω και ένας ας βοηθούσε.
- ↪ No, no, even lower.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαeven (en)
Πηγές
επεξεργασία- even (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- even (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- even (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 144-145, 356, 398, 623, 674. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτός, ζυγός, και, ομαλός, πάτσι