Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός even
συγκριτικός more even
υπερθετικός most even

even (en)

  1. επίπεδος, ομαλός
    an even surface - επίπεδη/ομαλή επιφάνεια
     συνώνυμα:  flat, level και plane
  2. ζυγός
    even numbers - ζυγοί αριθμοί
     αντώνυμα: odd
  3. (καθομιλουμένη) πάτσι
    We are even.
    Είμαστε πάτσι.
     συνώνυμα: quits (ΗΒ), square

  Επίρρημα

επεξεργασία

even (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. καν, ούτε, ακόμα και (να), κι αυτός, και που, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό
    I am not even sure that I saw him.
    Δεν είμαι καν βέβαιος ότι τον είδα.
    There are opportunities you wouldn’t even suspect.
    Υπάρχουν ευκαιρίες που δεν τις υποπτεύεσαι καν./Υπάρχουν ευκαιρίες που ούτε καν τις υποπτεύεσαι.
    He acted without even thinking about it.
    Ενήργησε χωρίς καν να το σκεφτεί.
    I didn’t even think to ask him where he lives.
    Ούτε καν σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού μένει.
    He might not even remember what you asked him.
    Ίσως να μη θυμάται καν όσα του ζήτησες.
    Not even his breathing could be heard.
    Ούτε καν η αναπνοή του δεν ακουγόταν.
    He didn’t even come and ask if we needed him.
    Ούτε καν ήρθε να ρωτήσει αν τον χρειαζόμαστε.
    He left without even a thank you/goodbye.
    Έφυγε χωρίς καν ένα ευχαριστώ/αντίο.
    He was gone before we even had time to recover.
    Έφυγε προτού καν να προλάβουμε να συνέλθουμε.
    She left before we even noticed her.
    Έφυγε πριν καν να την αντιληφθούμε.
    We do not even have the necessary goods.
    Δεν έχουμε ούτε τα απαραίτητα αγαθά.
    Even in July it is cold there.
    Ακόμα και τον Ιούλιο κάνει κρύο εκεί.
    Even going out is dangerous.
    Ακόμα και να βγεις έξω είναι επικίνδυνο.
    He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
    Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
    Even her own father hated her.
    Κι αυτός ο πατέρας της τη μίσησε.
    Even when they invited him, he still didn’t go.
    Και που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε.
  2. ακόμα, έστω και, χρησιμοποιείται όταν συγκρίνει πράγματα, για να κάνει τη σύγκριση πιο δυνατή
    No, no, even lower.
    Όχι, όχι, ακόμα πιο χαμηλά.
    We will improve it even more.
    θα το βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο.
    even now - έστω και τώρα
    even for a little bit - έστω και για λίγο
    even for a moment - έστω και για μια στιγμή
    Let even one person help.
    Έστω και ένας ας βοηθούσε.

Εκφράσεις

επεξεργασία

even (en)