even
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | even |
συγκριτικός | more even |
υπερθετικός | most even |
even (en)
Επίρρημα
επεξεργασίαeven (en) (χωρίς παραθετικά)
- καν, ούτε, ακόμα και (να), κι αυτός, και που, χρησιμοποιείται για να τονίσει κάτι απροσδόκητο ή εκπληκτικό
- ⮡ I am not even sure that I saw him.
- Δεν είμαι καν βέβαιος ότι τον είδα.
- ⮡ There are opportunities you wouldn’t even suspect.
- Υπάρχουν ευκαιρίες που δεν τις υποπτεύεσαι καν./Υπάρχουν ευκαιρίες που ούτε καν τις υποπτεύεσαι.
- ⮡ He acted without even thinking about it.
- Ενήργησε χωρίς καν να το σκεφτεί.
- ⮡ I didn’t even think to ask him where he lives.
- Ούτε καν σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού μένει.
- ⮡ He might not even remember what you asked him.
- Ίσως να μη θυμάται καν όσα του ζήτησες.
- ⮡ Not even his breathing could be heard.
- Ούτε καν η αναπνοή του δεν ακουγόταν.
- ⮡ He didn’t even come and ask if we needed him.
- Ούτε καν ήρθε να ρωτήσει αν τον χρειαζόμαστε.
- ⮡ He left without even a thank you/goodbye.
- Έφυγε χωρίς καν ένα ευχαριστώ/αντίο.
- ⮡ He was gone before we even had time to recover.
- Έφυγε προτού καν να προλάβουμε να συνέλθουμε.
- ⮡ She left before we even noticed her.
- Έφυγε πριν καν να την αντιληφθούμε.
- ⮡ We do not even have the necessary goods.
- Δεν έχουμε ούτε τα απαραίτητα αγαθά.
- ⮡ He’s such an unsociable man, he doesn’t even have one friend.
- Μονόχνοτος άνθρωπος καθώς είναι, δεν έχει ούτε ένα φίλο.
- ⮡ Even in July it is cold there.
- Ακόμα και τον Ιούλιο κάνει κρύο εκεί.
- ⮡ Even going out is dangerous.
- Ακόμα και να βγεις έξω είναι επικίνδυνο.
- ⮡ He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
- Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
- ⮡ Even her own father hated her.
- Κι αυτός ο πατέρας της τη μίσησε.
- ⮡ Even when they invited him, he still didn’t go.
- Και που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε.
- ⮡ I am not even sure that I saw him.
- ακόμα, έστω και, χρησιμοποιείται όταν συγκρίνει πράγματα, για να κάνει τη σύγκριση πιο δυνατή
- ⮡ No, no, even lower.
- Όχι, όχι, ακόμα πιο χαμηλά.
- ⮡ We will improve it even more.
- θα το βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο.
- ⮡ even now - έστω και τώρα
- ⮡ even for a little bit - έστω και για λίγο
- ⮡ even for a moment - έστω και για μια στιγμή
- ⮡ Let even one person help.
- Έστω και ένας ας βοηθούσε.
- ⮡ No, no, even lower.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαeven (en)
Πηγές
επεξεργασία- even (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- even (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- even (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 144-145, 356, 398, 623, 674. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτός, ζυγός, και, ομαλός, πάτσι