Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός square
συγκριτικός squarer
υπερθετικός squarest

square (en)

  1. τετράγωνος, που έχει τέσσερις γωνίες
    ⮡  a square building - τετράγωνο κτίσμα
  2. τετράγωνος, που έχει σχήμα που θυμίζει τετράγωνο
    ⮡  square shoulders - τετράγωνοι ώμοι
    ⮡  a square jaw - τετράγωνο σαγόνι
  3. τετραγωνικός, μονάδα μέτρησης της επιφάνειας τετραγώνου
    ⮡  a carpet of seven square meters - ένα χαλί επτά τετραγωνικών μέτρων
  4. πάτσι
    ⮡  We are square.
    Είμαστε πάτσι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη even

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
square squares

square (en)

  1. (γεωμετρία) το τετράγωνο, το γεωμετρικό σχήμα
    ⮡  A square has four ninety degree angles.
    Ένα τετράγωνο έχει τέσσερεις γωνίες των ενενήντα μοιρών.
  2. η πλατεία
    ⮡  The square is surrounded by trees.
    Η πλατεία περιστοιχίζεται από δέντρα.
  3. (μαθηματικά) το τετράγωνο, η δεύτερη δύναμη ενός αριθμού
    ⮡  9 is the square of 3.
    Το 9 είναι το τετράγωνο του 3.
  4. ο γνώμονας, γεωμετρικό όργανο σε σχήμα L ή Τ για τον σχεδιασμό ορθών γωνιών
  5. (βρετανική σημασία) το σύμβολο # στις τηλεφωνικές συσκευές
  6. (δεκαετία του '50) κάποιος που ακολουθεί κατά γράμμα τις κοινωνικές συμβάσεις
ενεστώτας square
γ΄ ενικό ενεστώτα squares
αόριστος squared
παθητική μετοχή squared
ενεργητική μετοχή squaring

square (en)

  1. τετραγωνίζω
  2. square και square the matter: επιδιορθώνω, επιλύω, βρίσκω λύση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία