square
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | square |
συγκριτικός | squarer |
υπερθετικός | squarest |
square (en)
- τετράγωνος, που έχει τέσσερις γωνίες
- ⮡ a square building - τετράγωνο κτίσμα
- τετράγωνος, που έχει σχήμα που θυμίζει τετράγωνο
- ⮡ square shoulders - τετράγωνοι ώμοι
- ⮡ a square jaw - τετράγωνο σαγόνι
- τετραγωνικός, μονάδα μέτρησης της επιφάνειας τετραγώνου
- ⮡ a carpet of seven square meters - ένα χαλί επτά τετραγωνικών μέτρων
- πάτσι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
square | squares |
square (en)
- (γεωμετρία) το τετράγωνο, το γεωμετρικό σχήμα
- ⮡ A square has four ninety degree angles.
- Ένα τετράγωνο έχει τέσσερεις γωνίες των ενενήντα μοιρών.
- ⮡ A square has four ninety degree angles.
- η πλατεία
- ⮡ The square is surrounded by trees.
- Η πλατεία περιστοιχίζεται από δέντρα.
- ⮡ The square is surrounded by trees.
- (μαθηματικά) το τετράγωνο, η δεύτερη δύναμη ενός αριθμού
- ⮡ 9 is the square of 3.
- Το 9 είναι το τετράγωνο του 3.
- ⮡ 9 is the square of 3.
- ο γνώμονας, γεωμετρικό όργανο σε σχήμα L ή Τ για τον σχεδιασμό ορθών γωνιών
- (βρετανική σημασία) το σύμβολο # στις τηλεφωνικές συσκευές
- (δεκαετία του '50) κάποιος που ακολουθεί κατά γράμμα τις κοινωνικές συμβάσεις
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | square |
γ΄ ενικό ενεστώτα | squares |
αόριστος | squared |
παθητική μετοχή | squared |
ενεργητική μετοχή | squaring |
square (en)
- τετραγωνίζω
- square και square the matter: επιδιορθώνω, επιλύω, βρίσκω λύση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- square bracket (η αγκύλη [...])