↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραγωνικός η τετραγωνική το τετραγωνικό
      γενική του τετραγωνικού της τετραγωνικής του τετραγωνικού
    αιτιατική τον τετραγωνικό την τετραγωνική το τετραγωνικό
     κλητική τετραγωνικέ τετραγωνική τετραγωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραγωνικοί οι τετραγωνικές τα τετραγωνικά
      γενική των τετραγωνικών των τετραγωνικών των τετραγωνικών
    αιτιατική τους τετραγωνικούς τις τετραγωνικές τα τετραγωνικά
     κλητική τετραγωνικοί τετραγωνικές τετραγωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραγωνικός < τετράγωνο + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τετραγωνικός

  • ο σχετικός με τετράγωνο, ή που ανάγεται σε μέτρηση κατά τετράγωνο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία