πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκύλη οι αγκύλες
      γενική της αγκύλης των αγκύλων
    αιτιατική την αγκύλη τις αγκύλες
     κλητική αγκύλη αγκύλες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκύλη θηλυκό

  1. (τυπογραφία) το σύμβολο [ ή και το σύμβολο ] (η τετράγωνη παρένθεση ή η τετράγωνη αγκύλη)
  2. (κανονικές εκφράσεις) για τη χρήση του ζεύγους [ ] δείτε square bracket
  3. (μαθηματικά) σύμβολο που υπάρχει όταν σε μια αλγεβρική παράσταση χρησιμοποιούνται ήδη παρενθέσεις
  4. (φιλολογία)
    1. σύμβολο στο κριτικό υπόμνημα έκδοσης (αρχαίου ή μεταγενέστερου) κειμένου, με το οποίο παρατίθεται διαφορετική γραφή των χειρογράφων
    2. σύμβολο στο κείμενο έκδοσης (αρχαίου ή μεταγενέστερου) κειμένου, με το οποίο παρατίθεται γραφή εξοβελιστέα
    3. (επιγραφική, παπυρολογία) σύμβολο που δηλώνει χάσμα σε κείμενο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία