Δείτε επίσης: ἀγκυλώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκυλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκυλώνω < αρχαία ελληνική ἀγκυλῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγκυλόω + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκι‐λώ‐νω

αγκυλώνω , πρτ.: αγκύλωνα, στ.μέλλ.: θα αγκυλώσω, αόρ.: αγκύλωσα, παθ.φωνή: αγκυλώνομαι, π.αόρ.: αγκυλώθηκα, μτχ.π.π.: αγκυλωμένος

  1. τσιμπώ και προξενώ ελαφρό πόνο ή απλώς ενοχλώ
    ⮡  δεν αντέχω αυτό το μάλλινο γιατί μ' αγκυλώνει
  2. (μεταφορικά) πληγώνω ψυχικά
  3. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) προσκολλώ
     συνώνυμα: γαντζώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αγκύλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία