Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαντζώνω < γάντζος

  Ρήμα επεξεργασία

γαντζώνω (παθητικό: γαντζώνομαι)

  1. πιάνω κάτι με γάντζο, το στερεώνω με αυτόν
  2. (παθητικό): αρπάζομαι από κάτι ή κάποιον για σωτηρία, εξαρτώμαι, προσκολλώμαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία