Δείτε επίσης: Γάντζος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάντζος οι γάντζοι
      γενική του γάντζου των γάντζων
    αιτιατική τον γάντζο τους γάντζους
     κλητική γάντζε γάντζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μεταλλικός γάντζος γερανού.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάντζος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. γάντζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γάντζα  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)