Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεγαντζώνω < ξε- + γαντζώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεγαντζώνω

  • απομακρύνω κάτι από το γάντζο στον οποίο ήταν πιασμένο ή κρεμασμένο

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία