ξεγαντζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεγαντζώνω
- απομακρύνω κάτι από το γάντζο στον οποίο ήταν πιασμένο ή κρεμασμένο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεγαντζώνω | ξεγάντζωνα | θα ξεγαντζώνω | να ξεγαντζώνω | ξεγαντζώνοντας | |
β' ενικ. | ξεγαντζώνεις | ξεγάντζωνες | θα ξεγαντζώνεις | να ξεγαντζώνεις | ξεγάντζωνε | |
γ' ενικ. | ξεγαντζώνει | ξεγάντζωνε | θα ξεγαντζώνει | να ξεγαντζώνει | ||
α' πληθ. | ξεγαντζώνουμε | ξεγαντζώναμε | θα ξεγαντζώνουμε | να ξεγαντζώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεγαντζώνετε | ξεγαντζώνατε | θα ξεγαντζώνετε | να ξεγαντζώνετε | ξεγαντζώνετε | |
γ' πληθ. | ξεγαντζώνουν(ε) | ξεγάντζωναν ξεγαντζώναν(ε) |
θα ξεγαντζώνουν(ε) | να ξεγαντζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεγάντζωσα | θα ξεγαντζώσω | να ξεγαντζώσω | ξεγαντζώσει | ||
β' ενικ. | ξεγάντζωσες | θα ξεγαντζώσεις | να ξεγαντζώσεις | ξεγάντζωσε | ||
γ' ενικ. | ξεγάντζωσε | θα ξεγαντζώσει | να ξεγαντζώσει | |||
α' πληθ. | ξεγαντζώσαμε | θα ξεγαντζώσουμε | να ξεγαντζώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεγαντζώσατε | θα ξεγαντζώσετε | να ξεγαντζώσετε | ξεγαντζώστε | ||
γ' πληθ. | ξεγάντζωσαν ξεγαντζώσαν(ε) |
θα ξεγαντζώσουν(ε) | να ξεγαντζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεγαντζώσει | είχα ξεγαντζώσει | θα έχω ξεγαντζώσει | να έχω ξεγαντζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεγαντζώσει | είχες ξεγαντζώσει | θα έχεις ξεγαντζώσει | να έχεις ξεγαντζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεγαντζώσει | είχε ξεγαντζώσει | θα έχει ξεγαντζώσει | να έχει ξεγαντζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεγαντζώσει | είχαμε ξεγαντζώσει | θα έχουμε ξεγαντζώσει | να έχουμε ξεγαντζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεγαντζώσει | είχατε ξεγαντζώσει | θα έχετε ξεγαντζώσει | να έχετε ξεγαντζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεγαντζώσει | είχαν ξεγαντζώσει | θα έχουν ξεγαντζώσει | να έχουν ξεγαντζώσει |
|