Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγαντζώνω < ξε- + γαντζώνω

ξεγαντζώνω

  • απομακρύνω κάτι από το γάντζο στον οποίο ήταν πιασμένο ή κρεμασμένο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία