Δείτε επίσης: Κάντζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάντζα οι κάντζες
      γενική της κάντζας
    αιτιατική την κάντζα τις κάντζες
     κλητική κάντζα κάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάντζα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قانجه (kanca, kance) (τουρκικά kanca) < βενετική ganzo[1] < πρωτοκελτική *ganskyos (κλαδί) ή αρχαία ελληνική γαμψός[2] (αντιδάνειο) Δείτε και γάντζος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάντζα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία